- ἐπιπλέην
- ἐπίπλεοςquite full offem acc sg (epic ionic)ἐπιπλέωsail uponpres inf act (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίπλεος — ἐπίπλεος, έα και ιων. τ. έη, ον και αττ. τ. ἐπίπλεως, ων (Α) [πλέος] εντελώς πλήρης, γεμάτος («τράπεζαν ἐπιπλέην ἀγαθῶν πάντων», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek